ἐπικατάγω

ἐπικατάγω
ἐπι-κατ-άγω, dazu herabführen, danach von der hohen See ans Ufer

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικατάγω — ἐπικατάγω (Α) 1. παθ. ἐπικατάγομαι (για πλοίο ή ναυτικούς) προσορμίζομαι κατόπιν ή μαζί με άλλο («ἕως πᾱσαι αἱ νῆες έπικατήχθησαν», Θουκ.) 2. τελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ άγω «οδηγώ το πλοίο προς το λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπικατάγω — Μ εισάγω κάτι επί πλέον σε έναν υπολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικατάγω «τελειώνω έναν υπολογισμό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”